- ἀβεβαιότης
- ἀ-βεβαιότης, Unbeständigkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀβεβαιότητα — ἀβεβαιότης instability fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιότητος — ἀβεβαιότης instability fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβεβαιότητα — η (Α ἀβεβαιότης) [ἀβέβαιος] 1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία 2. ασάφεια, αοριστία αρχ. αστάθεια, ακαταστασία … Dictionary of Greek